θεμείλια

θεμείλια
θέμεθλα
foundations
neut nom/voc/acc pl
θεμείλια
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεμείλια — θεμείλια, τα (Α) επικ. τ. αντί θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός] …   Dictionary of Greek

  • dhē-2 —     dhē 2     English meaning: to put, place     Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen”     Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • ριζούχος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) αυτός που κρατάει γερά τις ρίζες, τα θεμέλια 2. αυτός που έχει στερεές ρίζες («θεμείλια ῥιζοῡχα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”